τεινεσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεινεσμός < αρχαία ελληνική τεινεσμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τεινεσμός αρσενικό
- (λόγιο)
- (ιατρική) Το σφίξιμο, η τάνυση κατά την αποπάτηση
- (ιατρική) δυσκολία ή αδυναμία για ούρηση ή αφόδευση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τείνω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεινεσμός < τείνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τεινεσμός αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τείνω
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)