τεκμαιρόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεκμαιρόμενος η τεκμαιρόμενη το τεκμαιρόμενο
      γενική του τεκμαιρόμενου της τεκμαιρόμενης του τεκμαιρόμενου
    αιτιατική τον τεκμαιρόμενο την τεκμαιρόμενη το τεκμαιρόμενο
     κλητική τεκμαιρόμενε τεκμαιρόμενη τεκμαιρόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεκμαιρόμενοι οι τεκμαιρόμενες τα τεκμαιρόμενα
      γενική των τεκμαιρόμενων των τεκμαιρόμενων των τεκμαιρόμενων
    αιτιατική τους τεκμαιρόμενους τις τεκμαιρόμενες τα τεκμαιρόμενα
     κλητική τεκμαιρόμενοι τεκμαιρόμενες τεκμαιρόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή του ρήματος τεκμαίρομαι[επεξεργασία]

  • [ Σημειώσεις: τεκμαρτός του τεκμαίρω]