τεταρτοκυκλικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεταρτοκυκλικός η τεταρτοκυκλική το τεταρτοκυκλικό
      γενική του τεταρτοκυκλικού της τεταρτοκυκλικής του τεταρτοκυκλικού
    αιτιατική τον τεταρτοκυκλικό την τεταρτοκυκλική το τεταρτοκυκλικό
     κλητική τεταρτοκυκλικέ τεταρτοκυκλική τεταρτοκυκλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεταρτοκυκλικοί οι τεταρτοκυκλικές τα τεταρτοκυκλικά
      γενική των τεταρτοκυκλικών των τεταρτοκυκλικών των τεταρτοκυκλικών
    αιτιατική τους τεταρτοκυκλικούς τις τεταρτοκυκλικές τα τεταρτοκυκλικά
     κλητική τεταρτοκυκλικοί τεταρτοκυκλικές τεταρτοκυκλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεταρτοκυκλικός < τέταρτο + κυκλικός

Επίθετο[επεξεργασία]

τεταρτοκυκλικός

  1. ο σχετικός με τέταρτο κύκλου
  2. ο σχετικός με τέταρτο περιφέρειας
  3. αυτός που μετριέται σε τέταρτα περιφέρειας, δηλαδή ανά 90 μοίρες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]