τεταρτοκυκλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τεταρτοκυκλικός
- ο σχετικός με τέταρτο κύκλου
- ο σχετικός με τέταρτο περιφέρειας
- αυτός που μετριέται σε τέταρτα περιφέρειας, δηλαδή ανά 90 μοίρες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεταρτοκυκλικός
|