τετράκιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τετράκιλος, -η, -ο
- αυτός που έχει βάρος τεσσάρων κιλών ή χιλιόγραμμων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετράκιλος
|