τετράκορφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τετράκορφος, -η, -ο
- αυτός {πόλη, ακτή, χερσόνησος, νησί) που φέρει τέσσερις κόλπους
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετράκορφος
|