τετρααντιμονιούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετρααντιμονιούχος < τετρα- + αντιμονιούχος
Επίθετο[επεξεργασία]
τετρααντιμονιούχος, -α, -ο
- (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της τέσσερα άτομα αντιμονίου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετρααντιμονιούχος
|