τετρατάξιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τετρατάξιος, -α, -ο
- αυτός που έχει, ή φέρεται με τέσσερις τάξεις ή αίθουσες διδασκαλίας
- τετρατάξιο σχολείο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετρατάξιος
|