τετραυγουστιανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τετραυγουστιανός < τετρα- + αυγουστιανός
Επίθετο
[επεξεργασία]τετραυγουστιανός, -ή, -ό
- που αφορά το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ή αναφέρεται σ’ αυτό
- Έσκυβε πάνω μου παραμορφωμένος ο τετραυγουστιανός φασίστας, έλαμπε η κόψη του μαχαιριού του, ένιωθα την κρυάδα της λάμας στη μύτη μου. (Μάρω Δούκα, Η αρχαία σκουριά, 1979)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τετραυγουστιανός
|