τεφρόλευκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεφρόλευκος η τεφρόλευκη το τεφρόλευκο
      γενική του τεφρόλευκου της τεφρόλευκης του τεφρόλευκου
    αιτιατική τον τεφρόλευκο την τεφρόλευκη το τεφρόλευκο
     κλητική τεφρόλευκε τεφρόλευκη τεφρόλευκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεφρόλευκοι οι τεφρόλευκες τα τεφρόλευκα
      γενική των τεφρόλευκων των τεφρόλευκων των τεφρόλευκων
    αιτιατική τους τεφρόλευκους τις τεφρόλευκες τα τεφρόλευκα
     κλητική τεφρόλευκοι τεφρόλευκες τεφρόλευκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεφρόλευκος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

τεφρόλευκος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]