τεχνοοικονομικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεχνοοικονομικός η τεχνοοικονομική το τεχνοοικονομικό
      γενική του τεχνοοικονομικού της τεχνοοικονομικής του τεχνοοικονομικού
    αιτιατική τον τεχνοοικονομικό την τεχνοοικονομική το τεχνοοικονομικό
     κλητική τεχνοοικονομικέ τεχνοοικονομική τεχνοοικονομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεχνοοικονομικοί οι τεχνοοικονομικές τα τεχνοοικονομικά
      γενική των τεχνοοικονομικών των τεχνοοικονομικών των τεχνοοικονομικών
    αιτιατική τους τεχνοοικονομικούς τις τεχνοοικονομικές τα τεχνοοικονομικά
     κλητική τεχνοοικονομικοί τεχνοοικονομικές τεχνοοικονομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεχνοοικονομικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

τεχνοοικονομικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]