τζαμωτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζαμωτό | τα | τζαμωτά |
γενική | του | τζαμωτού | των | τζαμωτών |
αιτιατική | το | τζαμωτό | τα | τζαμωτά |
κλητική | τζαμωτό | τζαμωτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τζαμωτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τζαμωτός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζαμωτό ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τζαμωτό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τζαμωτό