τζαμαρία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /d͡zamaˈɾia/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζα‐μα‐ρί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζαμαρία θηλυκό
- σύνολο τζαμιών σχετικά μεγάλης επιφάνειας που οριοθετεί έναν χώρο ή / και τον διαχωρίζει, τον προστατεύει, τον διακοσμεί κ.λπ.
- (συνεκδοχικά) ο χώρος τον οποίο περιβάλλουν τζαμαρίες
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τζάμι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αρία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)