τοκίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοκίστρια < ελληνιστική κοινή τοκίστρια < αρχαία ελληνική τοκιστής < τοκίζω < τόκος < τίκτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τοκίστρια θηλυκό