τοκίστρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τοκίστρια < ελληνιστική κοινή τοκίστρια < αρχαία ελληνική τοκιστής < τοκίζω < τόκος < τίκτω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τοκίστρια θηλυκό
τοκίστρια θηλυκό