τραπεζόεδρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραπεζόεδρος η τραπεζόεδρη το τραπεζόεδρο
      γενική του τραπεζόεδρου της τραπεζόεδρης του τραπεζόεδρου
    αιτιατική τον τραπεζόεδρο την τραπεζόεδρη το τραπεζόεδρο
     κλητική τραπεζόεδρε τραπεζόεδρη τραπεζόεδρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραπεζόεδροι οι τραπεζόεδρες τα τραπεζόεδρα
      γενική των τραπεζόεδρων των τραπεζόεδρων των τραπεζόεδρων
    αιτιατική τους τραπεζόεδρους τις τραπεζόεδρες τα τραπεζόεδρα
     κλητική τραπεζόεδροι τραπεζόεδρες τραπεζόεδρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραπεζόεδρος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

τραπεζόεδρος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]