Μετάβαση στο περιεχόμενο

τριακονταετηρίς

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τριακονταετηρίς αἱ τριακονταετηρίδες
      γενική τῆς τριακονταετηρίδος τῶν τριακονταετηρίδων
      δοτική τῇ τριακονταετηρίδ ταῖς τριακονταετηρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τριακονταετηρίδ τὰς τριακονταετηρίδᾰς
     κλητική ! τριακονταετηρίς* τριακονταετηρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τριακονταετηρίδε
γεν-δοτ τοῖν  τριακονταετηρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τριακονταετηρίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τριακοντα- + -ετηρίς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τριακονταετηρίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]