Τριώδιο
(Ανακατεύθυνση από τριώδιο)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Τριώδιο | τα | Τριώδια |
γενική | του | Τριώδιου & Τριωδίου |
των | Τριώδιων & Τριωδίων |
αιτιατική | το | Τριώδιο | τα | Τριώδια |
κλητική | Τριώδιο | Τριώδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Τριώδιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τριῴδιον < τρι- + αρχαία ελληνική ᾠδή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Τριώδιο ουδέτερο
- (χριστιανισμός) περίοδος του εκκλησιαστικού έτους που εκτείνεται από την Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι το Μέγα Σάββατο
- (χριστιανισμός) θρησκευτικό βιβλίο με τις ακολουθίες από την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου μέχρι το Μέγα Σάββατο
- ※ Το Σάββατο στον εσπερινό του Τελώνου και Φαρισαίου ο Δεξιός Ιεροψάλτης κατέρχεται από το αναλόγιό του και λαμβάνει το Τριώδιο (λειτουργικό βιβλίο πού περιέχει υμνολογικό υλικό κυρίως του Εσπερινού και του Όρθρου και χρησιμοποιείται μαζί με το Μηναίο και την Παρακλητική στις Ιερές Ακολουθίες της περιόδου από Κυριακής του Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι το Μεγάλο Σάββατο) που βρίσκεται κάτω από την εικόνα του Χριστού στο τέμπλο, κάνει τρεις συμβολικές μετάνοιες και πηγαίνει ξανά στο αναλόγιο του. (Τι είναι το Τριώδιο; Που οφείλεται η ονομασία του; 9 Φεβρουαρίου 2020, ekklisiaonline.gr, [1]
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Τριώδιο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τρι- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)