τρομώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τρομώδης | η | τρομώδης | το | τρομώδες |
γενική | του | τρομώδους | της | τρομώδους | του | τρομώδους |
αιτιατική | τον | τρομώδη | την | τρομώδη | το | τρομώδες |
κλητική | τρομώδη(ς) | τρομώδης | τρομώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τρομώδεις | οι | τρομώδεις | τα | τρομώδη |
γενική | των | τρομωδών | των | τρομωδών | των | τρομωδών |
αιτιατική | τους | τρομώδεις | τις | τρομώδεις | τα | τρομώδη |
κλητική | τρομώδεις | τρομώδεις | τρομώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρομώδης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]τρομώδης
- νόσος με επίπτωση ή σύμπτωμα την τρεμούλα
- τρομώδης νόσος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρομώδης
|