τσαγανό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσαγανό | ||
| γενική | του | τσαγανού | ||
| αιτιατική | το | τσαγανό | ||
| κλητική | τσαγανό | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /t͡sa.ɣaˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐γα‐νό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσαγανό ουδέτερο
- δυναμισμός, θάρρος, νεύρο, ενεργητικότητα στη φράση έχω τσαγανό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]τσαγανό αρσενικό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)