τσακίρικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσακίρικος η τσακίρικη το τσακίρικο
      γενική του τσακίρικου της τσακίρικης του τσακίρικου
    αιτιατική τον τσακίρικο την τσακίρικη το τσακίρικο
     κλητική τσακίρικε τσακίρικη τσακίρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσακίρικοι οι τσακίρικες τα τσακίρικα
      γενική των τσακίρικων των τσακίρικων των τσακίρικων
    αιτιατική τους τσακίρικους τις τσακίρικες τα τσακίρικα
     κλητική τσακίρικοι τσακίρικες τσακίρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσακίρικος < τσακίρης

Επίθετο[επεξεργασία]

τσακίρικος, -η, -ο

  • ο αναφερόμενος σε γαλανομάτη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]