τσακίρικος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]τσακίρικος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) που έχει σχέση με τσακίρη / γαλανομάτη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (λαϊκότροπο) γοητευτικός, σαγηνευτικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τσακίρης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσακίρικος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοτουρκική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)