τσανάκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσανάκα | οι | τσανάκες |
γενική | της | τσανάκας | — | |
αιτιατική | την | τσανάκα | τις | τσανάκες |
κλητική | τσανάκα | τσανάκες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσανάκα < τσανάκ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσανάκα θηλυκό
- μεγάλο τσανάκι, π.χ. για γιαούρτι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσανάκα