τυρομάλαμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυρομάλαμα < τυρ(ί) (< αρχαία ελληνική τυρός) + -ο- + μάλαμα στη σημασία όπως στην (ελληνιστική κοινή) μάλαγμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τυρομάλαμα ουδέτερο
- μίγμα από γάλα και τυρί μαλάκα (τυρομαλάκα), το οποίο τρώγεται συνήθως το Πάσχα στην Κρήτη
- ※ Στη συνέχεια οι σπουδαστές παρακολούθησαν την παραγωγή τυρομαλάματος, γραβιέρας και μυζήθρας από κρητικό γάλα (flashnews.gr, ανακτήθηκε 6/10/2022, [1]
- ※ τυρομάλαμα τό , = μείγμα μαλάκας και γλυκειάς μυζήθρας , τρωγόμεμον συνήθως κατά το Πάσχα (Γεώργιος Εμμανουήλ Πάγκαλος, Περί του γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης, ήτοι, διάγραμμα γραμματικής και γλωσσάριον του σημερινού γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης Αθήνα, 1955 [2])
- ※ Τυρομάλαμα, το εξ αθοτύρου και μαλάκας με' Αλεκάτη - η ηλακάτη . μαλαγμένον τύρευμα (Εφημερίς των φιλομαθών, 1857, δελ. 339 [3])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τυρομάλαμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)