υπακτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπακτικός < αρχαία ελληνική ὑπάγω
Επίθετο[επεξεργασία]
υπακτικός -ή -ό
- που βοηθάει στην ομαλή λειτουργία και κένωση του εντέρου
- που οδηγεί, αποδίδει ή σχετίζεται με υπαγωγή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπακτικός
|