υπεργεωγραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπεργεωγραφικός < υπέρ + γεωγραφικός
Επίθετο[επεξεργασία]
υπεργεωγραφικός, -ή, -ο
- που ξεπερνά τα γεωγραφικά όρια
- ...δημιουργήθηκε μια υπεργεωγραφική έντεχνη διαλεκτολογία, άσχετη με την καταγωγή του ποιητή ή πεζογράφου (Ν.Π.Ανδριώτη, «Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας»)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπεργεωγραφικός
|