υπερκονδύλιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερκονδύλιος η υπερκονδύλια
υπερκονδύλιος
το υπερκονδύλιο
      γενική του υπερκονδύλιου
υπερκονδυλίου
της υπερκονδύλιας
υπερκονδυλίου
του υπερκονδύλιου
υπερκονδυλίου
    αιτιατική τον υπερκονδύλιο την υπερκονδύλια
υπερκονδύλιο
το υπερκονδύλιο
     κλητική υπερκονδύλιε υπερκονδύλια
υπερκονδύλιε
υπερκονδύλιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερκονδύλιοι οι υπερκονδύλιες
υπερκονδύλιοι
τα υπερκονδύλια
      γενική των υπερκονδύλιων
υπερκονδυλίων
των υπερκονδύλιων
υπερκονδυλίων
των υπερκονδύλιων
υπερκονδυλίων
    αιτιατική τους υπερκονδύλιους
υπερκονδυλίους
τις υπερκονδύλιες
υπερκονδυλίους
τα υπερκονδύλια
     κλητική υπερκονδύλιοι υπερκονδύλιες
υπερκονδύλιοι
υπερκονδύλια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερκονδύλιος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

υπερκονδύλιος, -α/-ος, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]