υπερμέτρωπας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερμέτρωπας οι υπερμέτρωπες
      γενική του υπερμέτρωπα των υπερμετρώπων
    αιτιατική τον υπερμέτρωπα τους υπερμέτρωπες
     κλητική υπερμέτρωπα υπερμέτρωπες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερμέτρωπας < λόγιο ενδογενές δάνειο: υπερμέτρωψ + -ωπος < γαλλική hypermétrope < hypermétropie (αναδρομικός σχηματισμός)[1] → δείτε το λήμμα υπερμετρωπία για την περαιτέρω ανάλυση της λέξης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.peɾˈme.tɾo.pas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐μέ‐τρω‐πας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπερμέτρωπας αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]