υπερψυγμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερψυγμένος η υπερψυγμένη το υπερψυγμένο
      γενική του υπερψυγμένου της υπερψυγμένης του υπερψυγμένου
    αιτιατική τον υπερψυγμένο την υπερψυγμένη το υπερψυγμένο
     κλητική υπερψυγμένε υπερψυγμένη υπερψυγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερψυγμένοι οι υπερψυγμένες τα υπερψυγμένα
      γενική των υπερψυγμένων των υπερψυγμένων των υπερψυγμένων
    αιτιατική τους υπερψυγμένους τις υπερψυγμένες τα υπερψυγμένα
     κλητική υπερψυγμένοι υπερψυγμένες υπερψυγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερψυγμένος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή[επεξεργασία]

υπερψυγμένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]