υποεπανδρωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποεπανδρωμένος η υποεπανδρωμένη το υποεπανδρωμένο
      γενική του υποεπανδρωμένου της υποεπανδρωμένης του υποεπανδρωμένου
    αιτιατική τον υποεπανδρωμένο την υποεπανδρωμένη το υποεπανδρωμένο
     κλητική υποεπανδρωμένε υποεπανδρωμένη υποεπανδρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποεπανδρωμένοι οι υποεπανδρωμένες τα υποεπανδρωμένα
      γενική των υποεπανδρωμένων των υποεπανδρωμένων των υποεπανδρωμένων
    αιτιατική τους υποεπανδρωμένους τις υποεπανδρωμένες τα υποεπανδρωμένα
     κλητική υποεπανδρωμένοι υποεπανδρωμένες υποεπανδρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποεπανδρωμένος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή[επεξεργασία]

υποεπανδρωμένος

  • που δεν έχει στελεχωθεί με ικανοποιητικό αριθμό ή με καταρτισμένο προσωπικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]