υποστυλωματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποστυλωματικός < υποστύλωμα + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
υποστυλωματικός
- που έχει σχέση με υποστύλωμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις υποστυλώνω και στύλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποστυλωματικός
|