υπότροπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: υπότροφος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπότροπος η υπότροπος
υπότροπη
το υπότροπο
      γενική του υποτρόπου
υπότροπου
της υποτρόπου
υπότροπης
του υποτρόπου
υπότροπου
    αιτιατική τον υπότροπο την υπότροπο
υπότροπη
το υπότροπο
     κλητική υπότροπε υπότροπε
υπότροπη
υπότροπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπότροποι οι υπότροποι
υπότροπες
τα υπότροπα
      γενική των υποτρόπων
υπότροπων
των υποτρόπων
υπότροπων
των υποτρόπων
υπότροπων
    αιτιατική τους υποτρόπους
υπότροπους
τις υποτρόπους
υπότροπες
τα υπότροπα
     κλητική υπότροποι υπότροποι
υπότροπες
υπότροπα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπότροπος < ὑπότροπος

Επίθετο[επεξεργασία]

υπότροπος, -η/-ος, -ο

  • που παρουσιάζει υποτροπή, που διαπράττει ξανά παράνομη πράξη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]