υστεροσκοπικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υστεροσκοπικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hysteroscopic < hysteroscopy < αρχαία ελληνική ὑστέρα + σκοπέω
Επίθετο
[επεξεργασία]υστεροσκοπικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με την υστεροσκόπηση ή αναφέρεται σʼ αυτή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υστεροσκοπικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)