υψίρρυθμος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υψίρρυθμος < υψι- + ρυθμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική high speed)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υψίρρυθμος, -η, -ο
- (νεολογισμός, τεχνολογία) υψηλής ταχύτητας ή υψηλού ρυθμού μετάδοσης
- ※ Παρατήρηση πρώτη: οι ίδιοι οι συντάκτες του γλωσσαρίου συχνά–πυκνά υιοθετούν διπλή απόδοση. Έτσι, παραδείγματος χάριν, ο όρος high speed (high speed connection, high speed network, high speed data, high speed data transfer, high speed modems, κλπ.). Στα ελληνικά προτείνεται η απόδοση «υψίρρυθμος», αλλά και «υψηλής ταχύτητας», οπότε έχουμε αντιστοίχως: υψίρρυθμη σύνδεση, υψίρρυθμο δίκτυο, υψίρρυθμα δεδομένα, αλλά μεταφορά δεδομένων υψηλής ταχύτητας όπως και υψίρρυθμη μεταφορά δεδομένων, διαποδιαμορφωτές υψηλής ταχύτητας! Ήδη λοιπόν το γλωσσάριο προτείνει δύο αποδόσεις, μια εκλαϊκευμένη εκδοχή και μια λόγια! (Χρυσούλα Δουδουλακάκη, ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΖΗΤΟΥΜΕΝΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ, ΕΛΕΤΟ – 4ο Συνέδριο «Ελληνική Γλώσσα και Ορολογία», Αθήνα, 30, 31 Οκτωβρίου και 1 Νοεμβρίου 2003 1)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υψίρρυθμος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υψι- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)