φακελοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φακελοκρατία θηλυκό
- (νεολογισμός, σπάνιο) η —θεωρούμενη ως επικρατούσα— συνήθεια της δωροδόκησης (με φακελάκι) ιατρών του δημόσιου συστήματος υγείας για την κατά προτεραιότητα αποτελεσματική εξυπηρέτηση
- ※ Σε ένα απέραντο τέλμα επιπλέει ακόμα το πολιτικό μας σύστημα. Ένα ακόμα τέλμα, του οποίου συστατικό είναι μια διαλυμένη, εν πολλοίς, διεφθαρμένη, επικίνδυνα αντιπαραγωγική και προκλητικά «ετσιθελική» δημόσια διοίκηση, φορέας της πιο άθλιας συναλλαγής, η οποία παρά το γεγονός ότι είναι μισθοδοτούμενη (σιτιζόμενη) από τον ιδρώτα τού αγρίως φορολογούμενου λαού, κυριαρχείται όχι από αντίληψη υπηρέτη, αλλά από αντίληψη δυνάστη. Ένα τέλμα στο οποίο η δημόσια υγεία έχει γνωρίσει τη μεγαλύτερη υποβάθμιση και κυριαρχείται από τη φακελοκρατία. (www.paron.gr, 28.12.2008)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φακελοκρατία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κρατία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)