φαρμακοεπιδεσμικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαρμακοεπιδεσμικός η φαρμακοεπιδεσμική το φαρμακοεπιδεσμικό
      γενική του φαρμακοεπιδεσμικού της φαρμακοεπιδεσμικής του φαρμακοεπιδεσμικού
    αιτιατική τον φαρμακοεπιδεσμικό τη φαρμακοεπιδεσμική το φαρμακοεπιδεσμικό
     κλητική φαρμακοεπιδεσμικέ φαρμακοεπιδεσμική φαρμακοεπιδεσμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαρμακοεπιδεσμικοί οι φαρμακοεπιδεσμικές τα φαρμακοεπιδεσμικά
      γενική των φαρμακοεπιδεσμικών των φαρμακοεπιδεσμικών των φαρμακοεπιδεσμικών
    αιτιατική τους φαρμακοεπιδεσμικούς τις φαρμακοεπιδεσμικές τα φαρμακοεπιδεσμικά
     κλητική φαρμακοεπιδεσμικοί φαρμακοεπιδεσμικές φαρμακοεπιδεσμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαρμακοεπιδεσμικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

φαρμακοεπιδεσμικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]