φαρυγγίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαρυγγίτιδα < (καθαρεύουσα) φαρυγγῖτις < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pharyngite < φάρυγξ + -ῖτις (η φλεγμονή) (-ίτιδα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαρυγγίτιδα θηλυκό
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαρυγγίτιδα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτιδα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)