φαταλιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαταλιστικός < φαταλιστής + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
φαταλιστικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φαταλισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαταλιστικός
|