φιλόθρησκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλόθρησκος η φιλόθρησκη το φιλόθρησκο
      γενική του φιλόθρησκου της φιλόθρησκης του φιλόθρησκου
    αιτιατική τον φιλόθρησκο τη φιλόθρησκη το φιλόθρησκο
     κλητική φιλόθρησκε φιλόθρησκη φιλόθρησκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλόθρησκοι οι φιλόθρησκες τα φιλόθρησκα
      γενική των φιλόθρησκων των φιλόθρησκων των φιλόθρησκων
    αιτιατική τους φιλόθρησκους τις φιλόθρησκες τα φιλόθρησκα
     κλητική φιλόθρησκοι φιλόθρησκες φιλόθρησκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλόθρησκος < φιλο- + θρησκεία

Επίθετο[επεξεργασία]

φιλόθρησκος, -η, -ο

  • εκείνος που σέβεται τη θρησκεία, ο ευσεβής, ο θρησκευόμενος
    ※  Περνώντας μάλιστα ἀνοικτά τῆς Τήνου, εἶχε κάνει, ὅταν τῆς εἶπαν ὅτι αὐτή εἶναι ἡ Τῆνος -φιλόθρησκη καί εὐσεβής– καί τό ανάλογο τάμα. Τόσο λιβάνι, τόσες λαμπάδες, στη Χάρη της (Νέα Εστία, τεύχος 1777, Ι. Δ. Κολλάρος & ΣΙΑ, 2005, σελ. 580)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]