φινιριστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φινιριστικός η φινιριστική το φινιριστικό
      γενική του φινιριστικού της φινιριστικής του φινιριστικού
    αιτιατική τον φινιριστικό τη φινιριστική το φινιριστικό
     κλητική φινιριστικέ φινιριστική φινιριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φινιριστικοί οι φινιριστικές τα φινιριστικά
      γενική των φινιριστικών των φινιριστικών των φινιριστικών
    αιτιατική τους φινιριστικούς τις φινιριστικές τα φινιριστικά
     κλητική φινιριστικοί φινιριστικές φινιριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φινιριστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

φινιριστικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]