φτηνοπουτάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φτηνοπουτάνα οι φτηνοπουτάνες
      γενική της φτηνοπουτάνας
    αιτιατική τη φτηνοπουτάνα τις φτηνοπουτάνες
     κλητική φτηνοπουτάνα φτηνοπουτάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτηνοπουτάνα < φτηνο- (< φτηνός) + πουτάνα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fti.no.puˈta.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτη‐νο‐που‐τά‐να

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φτηνοπουτάνα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]