φυκόστρωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυκόστρωτος η φυκόστρωτη το φυκόστρωτο
      γενική του φυκόστρωτου της φυκόστρωτης του φυκόστρωτου
    αιτιατική τον φυκόστρωτο τη φυκόστρωτη το φυκόστρωτο
     κλητική φυκόστρωτε φυκόστρωτη φυκόστρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυκόστρωτοι οι φυκόστρωτες τα φυκόστρωτα
      γενική των φυκόστρωτων των φυκόστρωτων των φυκόστρωτων
    αιτιατική τους φυκόστρωτους τις φυκόστρωτες τα φυκόστρωτα
     κλητική φυκόστρωτοι φυκόστρωτες φυκόστρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυκόστρωτος < φύκ(ια) + -ό- + -στρωτος

Επίθετο[επεξεργασία]

φυκόστρωτος, -η, -ο

  • στρωμένος με φύκια
    ※  Είναι πραγματοποιημένος μέσα του και φυκόστρωτος γιαλός και με τις ανταύγειες και με την αρμύρα του. (Τα Νέα Γράμματα, τόμος 1, Βιβλιοπωλείο Νώτη Καραβία, 1935, σελ. 162)
    ※  Τῆς ἔσφιξα τό χέρι· καί τήν παρέσυρα ἔξω ἀπό τή θάλασσα , σέ μιά φυκόστρωτη ἀμμουδιά (Μάκης Πανώριος, Το ελληνικό φανταστικό διήγημα, εκδ. Αίολος, 1987, σελ. 88)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]