φυκόστρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φυκόστρωτος, -η, -ο
- στρωμένος με φύκια
- ※ Είναι πραγματοποιημένος μέσα του και φυκόστρωτος γιαλός και με τις ανταύγειες και με την αρμύρα του. (Τα Νέα Γράμματα, τόμος 1, Βιβλιοπωλείο Νώτη Καραβία, 1935, σελ. 162)
- ※ Τῆς ἔσφιξα τό χέρι· καί τήν παρέσυρα ἔξω ἀπό τή θάλασσα , σέ μιά φυκόστρωτη ἀμμουδιά (Μάκης Πανώριος, Το ελληνικό φανταστικό διήγημα, εκδ. Αίολος, 1987, σελ. 88)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυκόστρωτος
|