φωτοαντίγραφο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φωτοαντίγραφο | τα | φωτοαντίγραφα |
γενική | του | φωτοαντίγραφου & φωτοαντιγράφου |
των | φωτοαντίγραφων & φωτοαντιγράφων |
αιτιατική | το | φωτοαντίγραφο | τα | φωτοαντίγραφα |
κλητική | φωτοαντίγραφο | φωτοαντίγραφα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φωτοαντίγραφο < φωτο + αντίγραφο ((καθαρεύουσα) φωτοαντίγραφον) μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική photocopy [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φωτοαντίγραφο ουδέτερο
- αντίγραφο που εκτυπώνεται με τη χρήση έντονης ακτινοβολίας σε ειδικό μηχάνημα
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φωτοαντίγραφο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φωτοαντίγραφο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας