φωτοηλεκτροχημεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωτοηλεκτροχημεία < φωτο- + ηλεκτροχημεία, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική photoelectrochemistry
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fo.to.i.lek.tɾo.çiˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐η‐λεκ‐τρο‐χη‐μεί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωτοηλεκτροχημεία θηλυκό
- (χημεία, φυσική) επιστημονικός κλάδος ο οποίος συνδυάζει τη φωτοχημεία και την ηλεκτροχημεία και μελετά την αλληλεπίδραση του φωτός με τα ηλεκτροχημικά συστήματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωτοηλεκτροχημεία
Πηγές[επεξεργασία]
- φωτοηλεκτροχημεία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φωτο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)