χαιράμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαιράμενος < (λαϊκότροπο) μτχ. του χαίρομαι μεσαιωνική ελληνική χαιράμενος (σχημ. κατ' αναλογία προς τις μετοχές των ρημάτων σε -αμαι όπως ίσταμαι-ιστάμενος)
Μετοχή[επεξεργασία]
χαιράμενος
- (λαϊκότροπο) το χαιρόμενος σε παλιότερους χαιρετισμούς
- (παρωχημένο) ευχή σε γάμο
- στερεωμένοι και χαιράμενοι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαιράμενος
|