χαιράμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαιράμενος η χαιράμενη το χαιράμενο
      γενική του χαιράμενου της χαιράμενης του χαιράμενου
    αιτιατική τον χαιράμενο τη χαιράμενη το χαιράμενο
     κλητική χαιράμενε χαιράμενη χαιράμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαιράμενοι οι χαιράμενες τα χαιράμενα
      γενική των χαιράμενων των χαιράμενων των χαιράμενων
    αιτιατική τους χαιράμενους τις χαιράμενες τα χαιράμενα
     κλητική χαιράμενοι χαιράμενες χαιράμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαιράμενος < (λαϊκότροπο) μτχ. του χαίρομαι μεσαιωνική ελληνική χαιράμενος (σχημ. κατ' αναλογία προς τις μετοχές των ρημάτων σε -αμαι όπως ίσταμαι-ιστάμενος)

Μετοχή[επεξεργασία]

χαιράμενος

  1. (λαϊκότροπο) το χαιρόμενος σε παλιότερους χαιρετισμούς
  2. (παρωχημένο) ευχή σε γάμο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]