Μετάβαση στο περιεχόμενο

χαλάουα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλάουα οι χαλάουες
      γενική της χαλάουας
    αιτιατική τη χαλάουα τις χαλάουες
     κλητική χαλάουα χαλάουες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαλάουα (νεολογισμός) < (άμεσο δάνειο) αγγλική halawa < αραβική حلاوة (ḥalāwa) < حلوى < حلو (ḥulw: γλυκός, γλύκα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαλάουα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]