Μετάβαση στο περιεχόμενο

χαλβάς

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαλβάς οι χαλβάδες
      γενική του χαλβά των χαλβάδων
    αιτιατική τον χαλβά τους χαλβάδες
     κλητική χαλβά χαλβάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Χαλβάς
ατομικός σιμιγδαλένιος χαλβάς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαλβάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική helva < αραβική حلوى (ḥalwā)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαλβάς αρσενικό

  1. (γλυκό) είδος γλυκίσματος με βασικό υλικό το ταχίνι
  2. (γλυκό) είδος γλυκίσματος με βασικό υλικό το σιμιγδάλι
  3. (γλυκό) είδος γλυκίσματος με βασικά υλικά το νισεστέ και το βούτυρο
  4. (μεταφορικά, ειρωνικό) άνθρωπος χωρίς πρωτοβουλίες και με νωθρή συμπεριφορά
     συνώνυμα: λαπάς, νερόβραστος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]