χαριτολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαριτολόγος < χαριτ(λογώ) + -λόγος[1] ή αρχαία ελληνική χάρις, χαριτ- + -ο- + -λόγος[2]
Επίθετο[επεξεργασία]
- που χαριτολογεί, λέει συχνά ευφυολογήματα, αστεία
- (για λόγο)[2] που διατυπώνεται με χάρη, στυλιστική κομψότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαριτολόγος αρσενικό ή θηλυκό [1]
- ουσιαστικοποιημένο που είναι χαριτολόγος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαριτολόγος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 1,2 ως ουσιαστικό και ως επίθετο - χαριτολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 2,2 ως επίθετο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)