χασικλίδικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χασικλίδικος η χασικλίδικη το χασικλίδικο
      γενική του χασικλίδικου της χασικλίδικης του χασικλίδικου
    αιτιατική τον χασικλίδικο τη χασικλίδικη το χασικλίδικο
     κλητική χασικλίδικε χασικλίδικη χασικλίδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χασικλίδικοι οι χασικλίδικες τα χασικλίδικα
      γενική των χασικλίδικων των χασικλίδικων των χασικλίδικων
    αιτιατική τους χασικλίδικους τις χασικλίδικες τα χασικλίδικα
     κλητική χασικλίδικοι χασικλίδικες χασικλίδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χασικλίδικος < χασικλής

Επίθετο[επεξεργασία]

χασικλίδικος

  1. σχετικός με τις συνήθειες ή τα σύνεργα ενός ατόμου που κάνει συστηματική χρήση χασίς
    απαγορευμένα ρεμπέτικα-χασικλίδικα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]