χασικλίδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χασικλίδικος < χασικλής
Επίθετο[επεξεργασία]
χασικλίδικος
- σχετικός με τις συνήθειες ή τα σύνεργα ενός ατόμου που κάνει συστηματική χρήση χασίς
- απαγορευμένα ρεμπέτικα-χασικλίδικα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χασικλίδικος
|