χασογκόλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χασογκόλης αρσενικό
- (αθλητισμός, αργκό) αθλητής (ποδοσφαιριστής κ.λπ.) που συστηματικά αποτυγχάνει να σκοράρει, να πετύχει γκολ
- ※ Από… χασογκόλης στον Άρη και παροπλισμένος στον Παναθηναϊκό μετατράπηκε σε ηγέτη του Ηρακλή και πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος (Εφημερίδα Μακεδονία [1])
- ※ Ο Ισπανός επιθετικός βγάζει επιτέλους από πάνω του την ρετσινιά του χασογκόλη και κινείται σε νέα ανανεωμένα νερά (Ο Μοράτα πλέον δεν είναι χασογκόλης αλλά ένας επιθετικός κλάσης, Athletic Square, 17/8/2022 [2])
Πηγές[επεξεργασία]
- χασογκόλης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χασογκόλης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χασογκόλης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)