χλέμπουρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χλέμπουρας | οι | χλέμπουρες |
γενική | του | χλέμπουρα | των | χλέμπουρων |
αιτιατική | τον | χλέμπουρα | τους | χλέμπουρες |
κλητική | χλέμπουρα | χλέμπουρες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χλέμπουρας < χλεμπ(όνα) + -ουρας (όπως αγλέουρας, αλητάμπουρας, κάβουρας) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χλέμπουρας αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- χλέμπουρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)