χρονοαπόσταση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρονοαπόσταση οι χρονοαποστάσεις
      γενική της χρονοαπόστασης* των χρονοαποστάσεων
    αιτιατική τη χρονοαπόσταση τις χρονοαποστάσεις
     κλητική χρονοαπόσταση χρονοαποστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρονοαποστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρονοαπόσταση < χρονο- + απόσταση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρονοαπόσταση θηλυκό

  • (φυσική) (νεολογισμός) η σχέση μεταξύ χρόνου και απόστασης ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα ή σημεία
    ※  χρονοαπόσταση ἀπὸ τὴν κύρια κατοικία δὲν φαίνεται πάλι νὰ εἶναι ὁ μοναδικὸς παράγοντας ποὺ καθορίζει τὴ συχνότητα χρήσεως τῆς δεύτερης κατοικίας. Γιατὶ ἀλλιῶς δὲν ἐξηγεῖται πῶς ὁρισμένες περιοχές, π.χ. στὴ Σαλαμίνα, βρέθηκαν σχεδὸν ἔρημες ἀκόμα καί ἡλιόλουστα Σαββατοκύριακα τοῦ φθινοπώρου,
    Architecture in Greece, (1974), Εκδόσεις: Αρχιτεκτονικά θέματα, τόμος 8, σελ. 42 @google.books

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]