χρονοαπόσταση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρονοαπόσταση | οι | χρονοαποστάσεις |
γενική | της | χρονοαπόστασης* | των | χρονοαποστάσεων |
αιτιατική | τη | χρονοαπόσταση | τις | χρονοαποστάσεις |
κλητική | χρονοαπόσταση | χρονοαποστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρονοαποστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρονοαπόσταση < χρονο- + απόσταση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρονοαπόσταση θηλυκό
- (φυσική) (νεολογισμός) η σχέση μεταξύ χρόνου και απόστασης ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα ή σημεία
- ※ Ἡ χρονοαπόσταση ἀπὸ τὴν κύρια κατοικία δὲν φαίνεται πάλι νὰ εἶναι ὁ μοναδικὸς παράγοντας ποὺ καθορίζει τὴ συχνότητα χρήσεως τῆς δεύτερης κατοικίας. Γιατὶ ἀλλιῶς δὲν ἐξηγεῖται πῶς ὁρισμένες περιοχές, π.χ. στὴ Σαλαμίνα, βρέθηκαν σχεδὸν ἔρημες ἀκόμα καί ἡλιόλουστα Σαββατοκύριακα τοῦ φθινοπώρου,
- Architecture in Greece, (1974), Εκδόσεις: Αρχιτεκτονικά θέματα, τόμος 8, σελ. 42 @google.books
- ※ Ἡ χρονοαπόσταση ἀπὸ τὴν κύρια κατοικία δὲν φαίνεται πάλι νὰ εἶναι ὁ μοναδικὸς παράγοντας ποὺ καθορίζει τὴ συχνότητα χρήσεως τῆς δεύτερης κατοικίας. Γιατὶ ἀλλιῶς δὲν ἐξηγεῖται πῶς ὁρισμένες περιοχές, π.χ. στὴ Σαλαμίνα, βρέθηκαν σχεδὸν ἔρημες ἀκόμα καί ἡλιόλουστα Σαββατοκύριακα τοῦ φθινοπώρου,
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρονοαπόσταση
|
Πηγές[επεξεργασία]
- χρονοαπόσταση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χρονο- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)