χρυσοστεφάνωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρυσοστεφάνωτος η χρυσοστεφάνωτη το χρυσοστεφάνωτο
      γενική του χρυσοστεφάνωτου της χρυσοστεφάνωτης του χρυσοστεφάνωτου
    αιτιατική τον χρυσοστεφάνωτο τη χρυσοστεφάνωτη το χρυσοστεφάνωτο
     κλητική χρυσοστεφάνωτε χρυσοστεφάνωτη χρυσοστεφάνωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρυσοστεφάνωτοι οι χρυσοστεφάνωτες τα χρυσοστεφάνωτα
      γενική των χρυσοστεφάνωτων των χρυσοστεφάνωτων των χρυσοστεφάνωτων
    αιτιατική τους χρυσοστεφάνωτους τις χρυσοστεφάνωτες τα χρυσοστεφάνωτα
     κλητική χρυσοστεφάνωτοι χρυσοστεφάνωτες χρυσοστεφάνωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρυσοστεφάνωτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

χρυσοστεφάνωτος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]